polineziano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- polineziano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polineziano | polinezianoj |
αιτιατική | polinezianon | polinezianojn |
polineziano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polineziano | polinezianoj |
αιτιατική | polinezianon | polinezianojn |
polineziano (eo)