polikromio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- polikromio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polikromio | polikromioj |
αιτιατική | polikromion | polikromiojn |
polikromio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polikromio | polikromioj |
αιτιατική | polikromion | polikromiojn |
polikromio (eo)