policano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | policano | policanoj |
αιτιατική | policanon | policanojn |
policano (eo)
- ο αστυνομικός, ο αστυφύλακας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | policano | policanoj |
αιτιατική | policanon | policanojn |
policano (eo)