polekso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polekso | poleksoj |
αιτιατική | polekson | poleksojn |
polekso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polekso | poleksoj |
αιτιατική | polekson | poleksojn |
polekso (eo)