pointu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pointu | pointus |
θηλυκό | pointue | pointues |
pointu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pointu | pointus |
θηλυκό | pointue | pointues |
pointu (fr)