poemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poemo | poemoj |
αιτιατική | poemon | poemojn |
poemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poemo | poemoj |
αιτιατική | poemon | poemojn |
poemo (eo)