plugilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plugilo | plugiloj |
αιτιατική | plugilon | plugilojn |
plugilo (eo)
- το αλέτρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plugilo | plugiloj |
αιτιατική | plugilon | plugilojn |
plugilo (eo)