Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
playright playrights

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

playright < play + right

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpleɪɹaɪt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

playright

Άλλες γραφές επεξεργασία


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

playright < ανορθογραφία

Ανορθογραφία επεξεργασία

playright