playright
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
playright | playrights |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
playright
- (νομικός όρος, παρωχημένο) το αποκλειστικό δικαίωμα ανεβάσματος ενός θεατρικού έργου
Άλλες γραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- playright < ανορθογραφία
Ανορθογραφία επεξεργασία
playright
- λανθασμένη γραφή του playwright