platformo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | platformo | platformoj |
αιτιατική | platformon | platformojn |
platformo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | platformo | platformoj |
αιτιατική | platformon | platformojn |
platformo (eo)