pirgito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirgito | pirgitoj |
αιτιατική | pirgiton | pirgitojn |
pirgito (eo)
- το σπουργίτι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirgito | pirgitoj |
αιτιατική | pirgiton | pirgitojn |
pirgito (eo)