Ετυμολογία

επεξεργασία
pinto < pint + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pinto pintoj
αιτιατική pinton pintojn

pinto (eo)

la pinto de la monto, η κορυφή του βουνού