pikniko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pikniko | piknikoj |
αιτιατική | piknikon | piknikojn |
pikniko (eo)
- το πικνίκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pikniko | piknikoj |
αιτιατική | piknikon | piknikojn |
pikniko (eo)