pikilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pikilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pikilo | pikiloj |
αιτιατική | pikilon | pikilojn |
pikilo (eo)
- το κεντρί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pikilo | pikiloj |
αιτιατική | pikilon | pikilojn |
pikilo (eo)