Ετυμολογία

επεξεργασία
pied nickelé → δείτε τις λέξεις pied και nickelé

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
pied nickelé pieds nickelés

pied nickelé (fr) αρσενικό