pied nickelé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied nickelé | pieds nickelés |
pied nickelé (fr) αρσενικό
- κάποιος που θεωρείται αναρμόδιος και ύποπτος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied nickelé | pieds nickelés |
pied nickelé (fr) αρσενικό