ενεστώτας pick out
γ΄ ενικό ενεστώτα picks out
αόριστος picked out
παθητική μετοχή picked out
ενεργητική μετοχή picking out

pick out (en)

  • (ιδιωματισμός) ξεχωρίζω, χωρίζω κατά κατηγορίες ομάδες αντικειμένων ή ανθρώπων
    ⮡  He picked out two or three larges oranges and offered them to her.
    Ξεχώρισε δυο τρία μεγάλα πορτοκάλια και της τα πρόσφερε.
     συνώνυμα: sort out