pick out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pick out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks out |
αόριστος | picked out |
παθητική μετοχή | picked out |
ενεργητική μετοχή | picking out |
Ρήμα
επεξεργασίαpick out (en)
- (ιδιωματισμός) ξεχωρίζω, χωρίζω κατά κατηγορίες ομάδες αντικειμένων ή ανθρώπων