photon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- photon < photo- (< φωτο-, αρχαία ελληνική φῶς) + -on (ελληνική κατάληξη ουδετέρου -ον) (μαρτυρείται από το 1916)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαphoton (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
photon | photons |
photon (fr)