phonéticien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phonéticien | phonéticiens |
θηλυκό | phonéticienne | phonéticiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαphonéticien (fr)
- επιστήμονας εξειδικευμένος στη φωνητική
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phonéticien | phonéticiens |
θηλυκό | phonéticienne | phonéticiennes |
phonéticien (fr)