petveturado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petveturado | petveturadoj |
αιτιατική | petveturadon | petveturadojn |
petveturado (eo)
- το οτοστόπ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petveturado | petveturadoj |
αιτιατική | petveturadon | petveturadojn |
petveturado (eo)