petalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- petalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petalo | petaloj |
αιτιατική | petalon | petalojn |
petalo (eo)
- το πέταλο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpetalo (it)