pestilent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pestilent < peste
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pestilent | pestilents |
θηλυκό | pestilente | pestilentes |
pestilent (fr)
- σχετικός με την πανούκλα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pestilent | pestilents |
θηλυκό | pestilente | pestilentes |
pestilent (fr)