peseto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- peseto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peseto | pesetoj |
αιτιατική | peseton | pesetojn |
peseto (eo)
- η πεσέτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peseto | pesetoj |
αιτιατική | peseton | pesetojn |
peseto (eo)