perspektivo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- perspektivo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perspektivo | perspektivoj |
αιτιατική | perspektivon | perspektivojn |
perspektivo (eo)
- η άποψη