persiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- persiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persiko | persikoj |
αιτιατική | persikon | persikojn |
persiko (eo)
- το ροδάκινο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persiko | persikoj |
αιτιατική | persikon | persikojn |
persiko (eo)