perlo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- perlo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perlo | perloj |
αιτιατική | perlon | perlojn |
perlo (eo)
- το μαργαριτάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perlo | perloj |
αιτιατική | perlon | perlojn |
perlo (eo)