periodeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | periodeco | periodecoj |
αιτιατική | periodecon | periodecojn |
periodeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | periodeco | periodecoj |
αιτιατική | periodecon | periodecojn |
periodeco (eo)