perimetro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perimetro | perimetroj |
αιτιατική | perimetron | perimetrojn |
perimetro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perimetro | perimetroj |
αιτιατική | perimetron | perimetrojn |
perimetro (eo)