percepto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | percepto | perceptoj |
αιτιατική | percepton | perceptojn |
percepto (eo)
- η αντίληψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | percepto | perceptoj |
αιτιατική | percepton | perceptojn |
percepto (eo)