pentekosto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pentekosto < pentekost- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pentekosto | pentekostoj |
αιτιατική | pentekoston | pentekostojn |
pentekosto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pentekosto | pentekostoj |
αιτιατική | pentekoston | pentekostojn |
pentekosto (eo)