pediko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- pediko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pediko | pedikoj |
αιτιατική | pedikon | pedikojn |
pediko (eo)
- (εντομολογία) η ψείρα