Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
payroll payrolls

  Ετυμολογία επεξεργασία

payroll < pay + roll

  Ουσιαστικό επεξεργασία

payroll (en)

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 431-432. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κατάσταση