patronnier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patronnier | patronniers |
θηλυκό | patronnière | patronnières |
Ουσιαστικό επεξεργασία
patronnier (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη patron
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patronnier | patronniers |
θηλυκό | patronnière | patronnières |
patronnier (fr)