patrolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- patrolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patrolo | patroloj |
αιτιατική | patrolon | patrolojn |
patrolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patrolo | patroloj |
αιτιατική | patrolon | patrolojn |
patrolo (eo)