patkuko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patkuko | patkukoj |
αιτιατική | patkukon | patkukojn |
patkuko (eo)
- η κρέπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patkuko | patkukoj |
αιτιατική | patkukon | patkukojn |
patkuko (eo)