Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

patibulaire < λατινική patibulum (αγχόνη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ti.by.lɛʁ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
patibulaire patibulaires

patibulaire (fr)

  1. που αφορά την αγχόνη
  2. σχετικός με κάποιον που μοιάζει να είναι κακοποιός
    Une mine patibulaire. Φάτσα κακοποιού.