pasteĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pasteĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasteĉo | pasteĉoj |
αιτιατική | pasteĉon | pasteĉojn |
pasteĉo (eo)
- η πίτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasteĉo | pasteĉoj |
αιτιατική | pasteĉon | pasteĉojn |
pasteĉo (eo)