paruo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paruo | paruoj |
αιτιατική | paruon | paruojn |
paruo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paruo | paruoj |
αιτιατική | paruon | paruojn |
paruo (eo)