partizano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partizano | partizanoj |
αιτιατική | partizanon | partizanojn |
partizano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partizano | partizanoj |
αιτιατική | partizanon | partizanojn |
partizano (eo)