partenogenezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- partenogenezo < partenogenez- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partenogenezo | partenogenezoj |
αιτιατική | partenogenezon | partenogenezojn |
partenogenezo (eo)