parodio
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parodio | parodioj |
αιτιατική | parodion | parodiojn |
parodio (eo)
- η παρωδία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parodio | parodioj |
αιτιατική | parodion | parodiojn |
parodio (eo)