paroĥo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paroĥo | paroĥoj |
αιτιατική | paroĥon | paroĥojn |
paroĥo (eo)
- η ενορία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paroĥo | paroĥoj |
αιτιατική | paroĥon | paroĥojn |
paroĥo (eo)