parlamentano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parlamentano | parlamentanoj |
αιτιατική | parlamentanon | parlamentanojn |
parlamentano (eo)
- βουλευτής, μέλος του κοινοβουλίου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parlamentano | parlamentanoj |
αιτιατική | parlamentanon | parlamentanojn |
parlamentano (eo)