pariétal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pariétal < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ʁje.tal/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pariétal | pariétaux |
θηλυκό | pariétale | pariétales |
pariétal (fr)
- σχετικός με το τοίχωμα μιας κοιλότητας