parentezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parentezo | parentezoj |
αιτιατική | parentezon | parentezojn |
parentezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parentezo | parentezoj |
αιτιατική | parentezon | parentezojn |
parentezo (eo)