parenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parenco | parencoj |
αιτιατική | parencon | parencojn |
parenco (eo)
- ο συγγενής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parenco | parencoj |
αιτιατική | parencon | parencojn |
parenco (eo)