parazito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parazito | parazitoj |
αιτιατική | paraziton | parazitojn |
parazito (eo)
- το παράσιτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parazito | parazitoj |
αιτιατική | paraziton | parazitojn |
parazito (eo)