Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parade parades

parade (en)

  1. η παρέλαση
    ⮡  He watched the parade riding on his father’s shoulders.
    Παρακολούθησε την παρέλαση καβαλικεμένος στους ώμους του πατέρα του.
  2. η επίδειξη
ενεστώτας parade
γ΄ ενικό ενεστώτα parades
αόριστος paraded
παθητική μετοχή paraded
ενεργητική μετοχή parading

parade (en)

  1. παρελαύνω
  2. επιδεικνύω, κάνω επίδειξη



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parade parades

parade (fr) θηλυκό