panoramo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | panoramo | panoramoj |
αιτιατική | panoramon | panoramojn |
panoramo (eo)
- το πανόραμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | panoramo | panoramoj |
αιτιατική | panoramon | panoramojn |
panoramo (eo)