pankreato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pankreato | pankreatoj |
αιτιατική | pankreaton | pankreatojn |
pankreato (eo)
- το πάγκρεας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pankreato | pankreatoj |
αιτιατική | pankreaton | pankreatojn |
pankreato (eo)