paniko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paniko | panikoj |
αιτιατική | panikon | panikojn |
paniko (eo)
- ο πανικός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paniko | panikoj |
αιτιατική | panikon | panikojn |
paniko (eo)