paneo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paneo | paneoj |
αιτιατική | paneon | paneojn |
paneo (eo)
- η βλάβη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paneo | paneoj |
αιτιατική | paneon | paneojn |
paneo (eo)